ξεπαγιασμένος

ξεπαγιασμένος
η , ο
1) замёрзший; окоченелый; 2) вымерзший (о растениях)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεπαγιασμένος" в других словарях:

  • ξεπαγιάζω — ξεπαγιάζω, ξεπάγιασα, ξεπαγιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπαγιάζω — ξεπάγιασα, ξεπαγιασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να κρυώσει πολύ: Μας ξεπάγιασε το ανοιχτό παράθυρο. 2. αμτβ., νιώθω υπερβολικό κρύο, κρυώνω πολύ, παγώνουν τα άκρα μου: Ξεπαγιάσαμε χωρίς θέρμανση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»